- μητρυιωδης
- μητρυιώδηςμητρυι-ώδης2свойственный мачехе
τὸ τῆς ἑκυρᾶς μητρυιῶδες Plut. — неласковость свекрови
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
τὸ τῆς ἑκυρᾶς μητρυιῶδες Plut. — неласковость свекрови
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
μητρυιώδης — μητρυιώδης, ῶδες (Α) [μητρυιά] 1. αυτός που μοιάζει με μητριά 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μητρυιῶδες το φέρσιμο, δηλαδή η σκληρότητα τής μητριάς … Dictionary of Greek
μητρυιῶδες — μητρυιώδης step motherly masc/fem voc sg μητρυιώδης step motherly neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)